- τρικύαθος
- τρῐκύᾰθος [pron. full] [ῠ], ον,A holding three κύαθοι, Anacr.32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρικύαθος — ον, Α αυτός που έχει χωρητικότητα τριών κυάθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κύαθος «αττικό μέτρο χωρητικότητας υγρών» (πρβλ. ἡμι κύαθος)] … Dictionary of Greek
τρικύαθον — τρικύαθος holding three masc/fem acc sg τρικύαθος holding three neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)